- λάχανο
- Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Brassica, της οικογένειας cruciferae. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 50 διαφορετικά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Η αυτοφυής μορφή του λ. απαντάται στις άκρες του Ατλαντικού, από τη δυτική Μεγάλη Βρετανία μέχρι και τη βόρεια Ισπανία, και στις ακτές της Μεσογείου από την Ισπανία μέχρι και τις ακτές της βόρειας Ιταλίας. Πρόκειται για ένα από τα πιο διαδεδομένα κηπευτικά, γνωστό από παλαιότατες εποχές σε όλη την εύκρατη Ευρώπη. Είναι φυτό ποώδες, διετές ή και πολυετές, καλλιεργείται όμως ως ετήσιο για λαχανικό και ως διετές μόνο για σποροπαραγωγή. Από το βοτανικό είδος με την επιστημονική ονομασία Βrassica oleracea, έχουν προέλθει 243 ποικιλίες και μορφές, από τις οποίες σπουδαιότερες είναι το κυρίως λ. (ποικιλία η κεφαλωτή με τη σφαιροειδή υποποικιλία της), η λαχανίδα (ποικιλία η ακέφαλη), το λ. των Βρυξελλών (ποικιλία η γονοφόρα) και το κινεζικό λ. (με τις δύο ποικιλίες πακ-χόι και πε-τσάι).
Όλες αυτές οι ποικιλίες και υποποικιλίες της Βrassica oleracea είναι ογκώδεις, μονοετείς πόες, οι οποίες χαρακτηρίζονται από μεγάλα ωοειδή και σαρκώδη φύλλα βάσης, με χρώμα άλλοτε πράσινο και άλλοτε βαθυκόκκινο. Τα φύλλα αυτά σχηματίζουν έναν ογκώδη οφθαλμό που αποτελεί το εδώδιμο μέρος του φυτού. Αν ο οφθαλμός αυτός αφεθεί να εξελιχθεί, ανοίγει και σχηματίζει μία πλατιά ροζέτα φύλλων, από το κέντρο της οποίας εκφύεται βλαστός ύψους περίπου 80 εκ., ο οποίος προς τα πάνω φέρει πιο μικρά φύλλα, καθώς και πολυάριθμα κίτρινα ή λευκά άνθη. Ο καρπός είναι μακρύ κέρας με πολλά σφαιρικά μαύρα σπέρματα.
Στο λ. των Βρυξελλών, ο βλαστός φέρει πολυάριθμους μικρούς σφαιρικούς οφθαλμούς, οι οποίοι αποτελούν το εδώδιμο και εμπορεύσιμο μέρος του φυτού.
Τα λ. τρώγονται ωμά ως σαλατικό, μαγειρεμένα και ως άρτυμα ποικίλης παρασκευής, όπως η ξινή λαχαναλμιά (το sauerkraut των Γερμανών), που γίνεται με ζύμωση μέσα σε κλειστό δοχείο όπου προστίθενται διάφορα συστατικά, όπως πιπέρι, ξίδι κ.ά.
Ωστόσο, το λ. είναι ένα δύσπεπτο λαχανικό. Η κεφαλή του λ. αποτελείται από ένα αρχέφυτρο με τα τρυφερά, σαρκώδη φύλλα που το περιβάλλουν και περιέχει 94% νερό, 3% υδατάνθρακες, 1,2% αζωτούχες ουσίες, περίπου 33 θερμίδες ανά 100 γρ. και άλατα καλίου, ασβεστίου, φωσφόρου, θείου, μαγνησίου, καθώς και βιταμίνες Α, Β και C.
Η καλλιέργεια αυτού του κηπευτικού, σε όλες του τις ποικιλίες, είναι επικερδής σε πολλές περιοχές της κεντρικής και της νότιας Ευρώπης.
άγριο λ. Φυτό της οικογένειας cruciferae, γνωστό και με την επιστημονική ονομασία βρασική η κρητική. Είναι πολυετής πόα, με σαρκώδη και λεία φύλλα. Υπάρχουν δύο ποικιλίες άγριου λ., η αιγαία, με οδοντωτά φύλλα και η χιονώδης, με λυροειδή φύλλα της βάσης. Φυτρώνει στις βραχώδεις ακτές όλης της Ελλάδας.
Λάχανο, ποικιλία του βοτανικού είδους Brassica oleracea, ένα από τα πιο γνωστά λαχανικά.
Συγκομιδή λαχάνων σε χωριό της Βοσνίας (φωτ. ΑΠΕ).
* * *το (AM λάχανον)1. συν. στον πληθ. τα λάχανατα εδώδιμα χορταρικά που καλλιεργούνται σε κήπους, τα κηπευτικά, τα ζαρζαβατικά («καὶ βολβοὺς καὶ λάχανα... ἑψήσονται», Πλάτ.)2. φρ. «άγρια λάχανα» — τα αυτοφυή χορταρικά που συλλέγονται από τους αγρούςνεοελλ.1. βοτ. α) κοινή ονομασία λαχανικού και νομευτικού φυτού, τού οποίου οι διάφορες μορφές αναπτύχθηκαν μετά από μακροχρόνια καλλιέργεια από τη λαχανώδη βράσσικα τής οικογένειας βρασσικίδεςβ) κοινή ονομασία τού κεφαλωτού λαχάνου, τής ποικιλίας Brassica oleracea var. capitata2. (ιδιωμ.) πορτοφόλι3. φρ. α) «εγώ δεν τρώω λάχανα» — δεν είμαι ανόητος, για να μέ εξαπατήσουνβ) «σπουδαία τα λάχανα» — λέγεται ειρωνικά για ασήμαντα πράγματαγ) «τόν έφαγε λάχανο» — τόν εξαπάτησε ή τόν σκότωσε άδοξααρχ.στον πληθ. τὰ λάχαναλαχαναγορά, λαχανοπάζαρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < Η λ. συνδέεται με τον τ. λαχαίνω και εμφανίζει επίθημα -ανον (πρβλ. λείψ-ανον, πήγ-ανον).ΠΑΡ. λαχανάς, λαχανικόςαρχ.λαχανάριον, λαχανεύς, λαχανεύω, λαχανηρός, λαχανίδιον, λαχανίζω, λαχάνιος, λαχανίτης, λαχανώδηςαρχ.-μσν.λαχάνιονμσν.λαχάνη, λαχανίτσιννεοελλ.λαχανάκι, λαχανής.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λαχανοειδής, λαχανοπώλης, λαχανοφαγίααρχ.λαχανηλόγος, λαχανηφόρος, λαχανοθήκη, λαχανόπτερος, λαχανόσπερμον αρχ.-μσν. λαχανοπράτηςμσν.λαχανοκομώ, λαχανοκοπικός, λαχανοπροβάλλω, λαχανωνυμίαμσν.- νεοελλ.λαχανόγουλονεοελλ.λαχαναγορά, λαχανάλμη, λαχανόζουμο, λαχανόκηπος, λαχανοκόμος, λαχανοντολμάς, λαχανοπάζαρο, λαχανόπιτα, λαχανόρυζο, λαχανόσπορος, λαχανοφάγος, λαχανόφυλλο, λαχανοφυτεία, λαχανόφυτος, λαχανόχρους. (Β' συνθετικό) αγριολάχανοναρχ.ιντυβολάχανον, κηπολάχανον, κοκκολάχανον, λεπτολάχανον, παλλάχανον, χρυσολάχανοννεοελλ.βρομολάχανο, ζουρλολάχανο, κουφολάχανο, κραμπολάχανο, μαυρολάχανο, μοσκολάχανο, σκυλολάχανο, φοινικολάχανο].
Dictionary of Greek. 2013.